- ὄπισθ'
- ὄπισθε , ὄπισθενbehindepic ionic (poetic indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς … Dictionary of Greek
οπίσθορχις — ο ζωολ. γένος παρασιτικών τρηματωδών σκωλήκων τής τάξης οπισθορχιίδες, με κυριότερο είδος το Opisthorchis (Clonorchis) sinensis, που προκαλεί τη λοιμώδη νόσο κλωνορχίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthorchis (< οπισθ[ο] * + όρχις)] … Dictionary of Greek
οπίσθωμοι — οι ζωολ. τάξη νεοπτερύγιων οστεοϊχθύων που περιλαμβάνει επιμήκη είδη τα οποία μοιάζουν με τα χέλια και απαντούν στα γλυκά νερά τής Αφρικής και τής νότιας Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthomi (< οπισθ[ο] * + ώμος)] … Dictionary of Greek
οπίστατος — ὀπίστατος, άτη, ον (Α) αυτός που ακολουθεί πίσω από όλους, έσχατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. τ. τού επιρρ. ὄπισθεν (αντί τού αναμενόμενου *οπίσθ ατος), σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το ὕστατος] … Dictionary of Greek
οπισθάμβωνος — ὀπισθάμβωνος, ον (Μ) αυτός που τελείται πίσω από τον άμβωνα («ὀπισθάμβωνος εὐχή» η τελευταία και ικετήρια ευχή τής θείας λειτουργίας, η οποία τότε διαβαζόταν από τον ιερέα πίσω από τον άμβωνα, ενώ σήμερα από την Ωραία Πύλη). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
οπισθέλκουσα — η φυσ. δύναμη που αντιτίθεται στην κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + έλκουσα μτχ. τού ρ. έλκω] … Dictionary of Greek
οπισθαύλιο — το αυλή στο πίσω μέρος σπιτιού, το πίσω από το σπίτι μέρος τής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + αυλή (πρβλ. προ αύλιο). Η λ., στον λόγιο τ. οπισθαύλιον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
οπισθενεργός — ή, ό αυτός που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομικός («η οπισθενεργός δύναμη τού νόμου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + ενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
οπισθοβάμων — ὀπισθοβάμων, ον (Α) αυτός που βαδίζει προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. εμπροσθο βάμων] … Dictionary of Greek